- ανάπνευστος
- -η, -ο (Α ἀνάπνευστος, -ον)νεοελλ.ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρόςαρχ.αυτός που δεν αναπνέει.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Το αρχ. ἀνάπνευστος < ἀνα-* στερ. + πνευστός. Η λ. απαντά στον Ησίοδο ως ποιητ. τ. αντί τού ἄπνευστος].
Dictionary of Greek. 2013.